κορυφά

κορυφά
κορῠφά (-ᾷ, -άν; -αί, -αῖςιν), -άς.)
1 top
a lit.,
I peak

Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς P. 1.27

νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφα[ῖς]ιν ἵζων Ζεύς Pae. 6.93

Ζῆνα καθεζόμενον κορυφαῖσιν ὕπερθε of Mt. Kynthos in Delos *pa. 12. 11.
b head

πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ O. 7.36

b met.,
I chief point, purport of words.

τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.68

εἰ δὲ λόγων συνέμεν κορυφάν, Ἱέρων, ὀρθὰν ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80

καὶ τοιᾷδε κορυφᾷ σάμαινεν λόγων Πα. 8A. 13.
II foremost one, crown i. e. best παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν Olympic festival O. 2.13

φιάλαν πάγχρυσον κορυφὰν κτεάνων O. 7.4

ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν (ἀντὶ τοῦ δεῖ κατὰ καιρὸν καὶ μεγάλα καὶ μικρὰ λέγειν. Σ.) P. 9.79 Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς i. e. by the heights of opulence they shall reach N. 1.15 ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις, ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον among his great and eminent achievements N. 1.34 ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν (Ceporinus: -ον codd.) ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν the Pythia at Sikyon N. 9.9

ὅστις ἁμιλλᾶται περὶ ἐσχάτων ἀέθλων κορυφαῖς N. 10.32

cf. δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν sc.

Ἱέρων O. 1.13

c fragg. ]

ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ Pae. 7.12

]κορυφὰν[ ] θέμεν Δ. 1. 12. ]κορυφαὶ[ Δ. 4. 20, fr. 111a. 4.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κορυφά — Κορυφά̱ , Κορυφή head fem nom/voc/acc dual Κορυφά̱ , Κορυφή head fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφά — κορυφάς edge of the navel fem voc sg κορυφά̱ , κορυφή head fem nom/voc/acc dual κορυφά̱ , κορυφή head fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφᾷ — Κορυφή head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφᾷ — κορυφή head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφᾶι — Κορυφᾷ , Κορυφή head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφᾶι — κορυφᾷ , κορυφή head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφάν — Κορυφά̱ν , Κορυφή head fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφάν — κορυφά̱ν , κορυφή head fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφάς — Κορυφά̱ς , Κορυφή head fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφάων — Κορυφά̱ων , Κορυφή head fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφάων — κορυφά̱ων , κορυφή head fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”